- σερνικοθήλυκος
- -η, -ο, Νβλ. αρσενικοθήλυκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερνικοθήλυκος — η, ο 1. αυτός που είναι αρσενικός και θηλυκός, ερμαφρόδιτος 2. ως ουσ., σερνικοθήλυκο, το ζωηρό κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρσενικοθήλυκος — και σερνικοθήλυκος, η, ο οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος … Dictionary of Greek